εθνοπρόβλητος

εθνοπρόβλητος
ος , ον выдвинутый, избранный нацией, народом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εθνοπρόβλητος" в других словарях:

  • εθνοπρόβλητος — ο αυτός που προβάλλεται από το έθνος ή εκλέγεται σε μεγάλο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] …   Dictionary of Greek

  • εθνοπρόβλητος — η, ο ο εκλεγμένος από το έθνος σε υψηλό αξίωμα (πρβλ. λαοπρόβλητος, θεοπρόβλητος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»